- φωτοθερμοθεραπεία
- ησυνδυασμός φωτεινών και θερμικών ακτινοβολιών για θεραπευτικούς σκοπούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοθερμοθεραπεία — η, Ν ο συνδυασμός φωτοθεραπείας και θερμοθεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + θερμός + θεραπεία] … Dictionary of Greek
φωτοθερμοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [φωτοθερμοθεραπεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοθερμοθεραπεία … Dictionary of Greek